- μητρυιάν
- μητρυιά̱ν , μητρυιάstepmotherfem acc sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεισάγω — ἐπεισάγω (Α) [εισάγω] 1. εισάγω, φέρνω στο σπίτι δεύτερη σύζυγο ή παλλακίδα («ὁ παισὶν αὑτοῡ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.) 2. εισάγω κάτι νέο, παρουσιάζω κάτι καινούργιο («ἄλλην ἐπεισῆγε μηχανήν» επινόησε… … Dictionary of Greek
κληρονομώ — και άω (AM κληρονομῶ, έω, Α δωρ. τ. κλαρονομῶ) [κληρονόμος] 1. γίνομαι κάτοχος ενός χρηματικού ποσού ή κινητού πράγματος, το οποίο περιέρχεται σε μένα από κληρονομιά, γίνομαι κληρονόμος, παίρνω κάτι ως μερίδιο από κληρονομιά (α. «κληρονόμησε από… … Dictionary of Greek
πατριός — και πατρυιός, ο / πατρυιός και πατρυός, ΝΜΑ ο σύζυγος τής μητέρας σε σχέση με τα παιδιά της από προηγούμενο γάμο, ο μητριός («πατρυιὸν και μητρυιὸν οἱ παλαιοί φασιν τὸν πατρῷον ἀρρενωνυμοῡντες τὴν μητρυιάν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός,… … Dictionary of Greek